χαλαράδα
Смотреть что такое "χαλαράδα" в других словарях:
χαλαράδα — η, Ν χαλαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαρός + κατάλ. άδα (πρβλ. αφηρημ άδα)] … Dictionary of Greek
χαλαρότητα — η 1. η ιδιότητα του χαλαρού, χαλαράδα. 2. μαλακότητα, ηπιότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)